- ἐγκληματικός
- ἐγκληματικόςliable to cause disputesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκληματικός — ή, ό (AM ἐγκληματικός, ή, ό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα νεοελλ. αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία») μσν. 1. ως επίθ. ποινικός 2. ως ουσ. εγκληματίας αρχ. αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία,… … Dictionary of Greek
εγκληματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα. 2. που αποτελεί έγκλημα ή και μόνο παράβαση του ηθικού νόμου: Εγκληματική πράξη. – Εγκληματική αδιαφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκληματικῶν — ἐγκληματικός liable to cause disputes fem gen pl ἐγκληματικός liable to cause disputes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικόν — ἐγκληματικός liable to cause disputes masc acc sg ἐγκληματικός liable to cause disputes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικαῖς — ἐγκληματικός liable to cause disputes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικαί — ἐγκληματικός liable to cause disputes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικοῖς — ἐγκληματικός liable to cause disputes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικοῦ — ἐγκληματικός liable to cause disputes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματικῆς — ἐγκληματικός liable to cause disputes fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκληματική — ἐγκληματικός liable to cause disputes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)